- θεσπίζω
- θεσπίζωprophesypres subj act 1st sgθεσπίζωprophesypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεσπίζω — θεσπίζω, θέσπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θεσπίζω — (ΑΜ θεσπίζω) [θέσπις] θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς (νεοελλ. μσν) 1. διατάσσω, επιβάλλω 2. αποφασίζω, ορίζω 3. διορίζω 4. δηλώνω (μσν αρχ.) 1. προλέγω προφητεύω 2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα 3. καθιερώνω 4. νουθετώ,… … Dictionary of Greek
θεσπίζω — θέσπισα, θεσπίστηκα, θεσπισμένος, νομοθετώ: Θεσπίστηκαν οι νόμοι για την πάταξη της φοροδιαφυγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσπίζῃ — θεσπίζω prophesy pres subj mp 2nd sg θεσπίζω prophesy pres ind mp 2nd sg θεσπίζω prophesy pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσουσι — θεσπίζω prophesy aor subj act 3rd pl (epic) θεσπίζω prophesy fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθεσπισμένα — θεσπίζω prophesy perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθεσπισμένᾱ , θεσπίζω prophesy perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθεσπισμένᾱ , θεσπίζω prophesy perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιεῖ — θεσπίζω prophesy fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιεῦσι — θεσπίζω prophesy fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιεῦσιν — θεσπίζω prophesy fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) θεσπίζω prophesy fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπιζομένων — θεσπίζω prophesy pres part mp fem gen pl θεσπίζω prophesy pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)